- κευθμών
- κευθμών, -ῶνος, ὁ (Α) [κεύθω]1. κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά («κευθμῶνας ὀρέων», Πίνδ.)2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει» — τόν σκεπάζει ο βαθύς και σκοτεινός θόλος τού Ταρτάρου, ο κατασκότεινος κρυψώνας, Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.